πλησιασμός

πλησιασμός
και δωρ. τ. πλατιασμός, ὁ, Α [πλησιάζω]
1. η πράξη τού πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα
2. (κυρίως για ζώα) σαρκική ένωση, συνουσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλησιασμός — approach masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμοῖς — πλησιασμός approach masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμοί — πλησιασμός approach masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμοῦ — πλησιασμός approach masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμούς — πλησιασμός approach masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμῶν — πλησιασμός approach masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμῷ — πλησιασμός approach masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμόν — πλησιασμός approach masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατιασμός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλησιασμός …   Dictionary of Greek

  • πλατιασμῶ — πλᾱτιασμῶ , πλησιασμός approach masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”